σκεπηνός

σκεπηνός
σκεπηνός, [full] σκεπινός,
A v. σκεπεινός. [full] σκέπινος, v. σκέπανος. [full] σκέπος, εος, τό,= σκέπη, EM597.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκεπηνός — ἡ, όν, Α βλ. σκεπεινός …   Dictionary of Greek

  • σκεπεινός — και σκεπηνός και σκεπινός, ή, όν, Α σκεπανός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπω ή σκέπας, κατά τα αἰπεινός, σκοτεινός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”